- φυτοτοξίνη
- η хим. растительный токсин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτοτοξίνη — η, Ν 1. (βιοχ.) αντιγόνο φυτικής προέλευσης, ικανό να καθορίσει την παραγωγή αντισωμάτων σε έναν ζωντανό οργανισμό, μέσω μιας διαδικασίας ανάλογης με εκείνην τών εμβολίων 2. (φυτοπαθ.) ουσία που απελευθερώνεται από έναν μικροοργανισμό και έχει… … Dictionary of Greek
φυτοτοξίνη — η (χημ.), περιληπτική ονομασία τοξικών προϊόντων, που παράγονται από ορισμένα φυτά και που έχουν ιδιότητες ανάλογες με τις ιδιότητες των μικροβιακών τοξινών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)